κατιάς

κατιάς
κατιάς, -άδος, ἡ (Α)
χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι γιατροί για να τεμαχίσουν και να εκβάλουν το νεκρωμένο έμβρυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < καθ-ίημι, με ψίλωση και επίθημα -ας, -άδος (πρβλ. ικμ-άς, ρεμβ-άς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατιάδι — κατιάς lancet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιάδος — κατιάς lancet fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατιάδιον — κατιάδιον, τὸ (Α) η κατιάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού τ. κατιάς, άδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”